- παραστίζω
- παραστίζω,A prick, mark the names of defaulters, Hsch., cf. Id. s.v. καταστίζων.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραστίζω — Α 1. σημειώνω στίγματα στα πλάγια, σημαδεύω με σημάδια στο πλάι 2. (για λογαριασμούς) δεν στίζω ακριβώς 3. (κατά τον Ησύχ.) «σημειῶ τὰ ὀνόματα τῶν παραβατῶν ἤ τῶν ἐλλειμματιῶν τῶν μὴ εἰς τὸ δικαστήριον ἐμφανιζομένων». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… … Dictionary of Greek
παραστιχθείς — παραστίζω prick aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστίζειν — παραστίζω prick pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστίζουσα — παραστίζω prick pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστίζων — παραστίζω prick pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεστιγμένος — η, ο βλ. παραστίζω … Dictionary of Greek